ολετήρας

ολετήρας
ο, θηλ. ολέτειρα (ΑΜ ὀλετήρ, -ῆρος, θηλ. ὀλέτειρα)
1. καταστροφέας, εξολοθρευτής
2. αυτός που φονεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε- (βλ. όλλυμι) + επίθημα -τήρ, (πρβλ. γεννε-τήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀλετῆρας — ὀλετήρ destroyer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολέτης — ὀλέτης, ὁ, θηλ. ὀλέτις (Α) ολετήρας, καταστροφέας, εξολοθρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε (βλ. όλλυμι, πρβλ. ὄλε θρος, ὤλεσ α) + κατάλ. της (πρβλ. ερέ της)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”